τρίορχος

τρίορχος
τρῐ-ορχος, ,
A = τριόρχης 11, Semon.9, Ar.Av.1206, Com.Adesp.592; gloss on μέρμνης, Hsch.; cf. μερμνάδαι· οἱ τ. παρὰ Αυδοῖς, Andron ap.Gloss.Oxy.1802.46.
II v. l. for τριόρχης in Ar.V. 1534 (lyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τρίορχος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίορχος — ὁ, Α ο τριόρχης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού τριόρχης κατά τα αρσ. σε ος] …   Dictionary of Greek

  • τριόρχοις — τρίορχος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίορχον — τρίορχος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέρμνος — και μέρμνης, ὁ (Α) 1. είδος γερακιού 2. (κατά τον Ησύχ.) «μέρμνης τρίορχος». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. με λυδική προέλευση (πρβλ. ονομ. λυδικής δυναστείας Μερμνάδαι). Η σύνδεση τής λ. με το ανθρωπωνύμιο Μάρμαξ (και Βάρδαξ) και με τη λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”